ενζυμολογία

ενζυμολογία
η
κλάδος τής χημείας που ασχολείται με τις ιδιότητες τών ενζύμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • συνεργασιμότητα — η, Ν (βιοχ.) φαινόμενο στην ενζυμολογία, κατά το οποίο το σχήμα μιας υπομονάδας ενός ενζύμου που αποτελείται από πολλές υπομονάδες μεταβάλλεται από το υπόστρωμα, δηλαδή την ουσία πάνω στην οποία δρα το ένζυμο για τον σχηματισμό ενός προϊόντος, ή… …   Dictionary of Greek

  • Κόρεϊ, Ελίας — (Elias J. Corey, Μασαχουσέτη 1928 –). Αμερικανός χημικός. Ξεκίνησε τις σπουδές του το 1945 στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και ήδη το 1950 είχε ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στις συνθετικές πενικιλίνες. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Τσολοτονόσκε 1857 – Μόσχα 1946). Ρώσος χημικός, ιδρυτής της σοβιετικής βιοχημικής σχολής. Το 1875 μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, αλλά το 1878 αποβλήθηκε και εξορίστηκε για τρία χρόνια, για τη συμμετοχή του σε πολιτικές εκδηλώσεις των… …   Dictionary of Greek

  • ενζυματολογία — ενζυματολογία, η και ενζυμολογία, η (χημ.), κλάδος της βιοχημείας που μελετά τις ιδιότητες των ενζύμων (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”